-
1 метро
метро с, метрополитен м о υπόγειος σιδηρόδρομος, το μετρό* * *с = метрополитенο υπόγειος σιδηρόδρομος, το μετρό -
2 подземный
подземн||ыйприл ὑπόγειος:\подземныйая железная дорога ὁ ὑπόγειος σιδηρόδρομος· \подземныйые воды τά ὑπόγεια ὕδατα· \подземный ход τό ὑπόγειο πέρασμα. -
3 подземка
-и θ.υπόγειος σιδηρόδρομος. -
4 метрополитен
ο μητροπολιτικός σιδηρόδρομοςо υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, разг. το μετρόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > метрополитен
-
5 транспорт
транспорт Iм1. (перевозка) ἡ μεταφορά, ἡ μετακόμιση [-ις]:\транспорт хлеба ἡ μεταφορά σίτου·2. (средства перевозки) τά μέσα μεταφορδς, ἡ συγκοινωνία:водный \транспорт ἡ θαλάσσια συγκοινωνία· воздушный \транспорт ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· городской \транспорт ἡ ἀστική συγκοινωνία, τά ἀστικά μεταφορικά μέσα· подземный \транспорт ὁ ὑπόγειος ἡλεκτρικός σιδηρόδρομος· железнодорожный \транспорт ὁ σιδηρόδρομος·3. (партия грузов) τό φορτίο·4. воен. ἡ ἐφοδιοπο-μπή, τά μεταγωγικά:санитарный \транспорт τά ὑγειονομικά μεταγωγικά·5. мор. (судно) τό φορτηγό πλοίο.транспорт IIм бухг. ἡ μεταφορά (ποσοῦ ἡ ἀθροίσματος). -
6 метро
метро́с нескл. τό μετρό, ὁ ὑπόγειος ἡλεκτρικός σιδηρόδρομος.
См. также в других словарях:
Λονδίνο — (London). Πόλη (6.926.319 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και μητρόπολη της Ευρώπης, μαζί με το Παρίσι.… … Dictionary of Greek
Μαδρίτη — (Madrid). Πόλη (2.882.860 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Ισπανίας, καθώς και της ομώνυμης αυτόνομης περιοχής (8.028 τ. χλμ., 5.372.433 κάτ. το 2000) στη Νέα Καστίλη. Η πόλη, που δεσπόζει στο κέντρο της Ιβηρικής χερσονήσου, στους πρόποδες της… … Dictionary of Greek
Μετρό της Αθήνας — Σύγχρονος υπόγειος σιδηρόδρομος της Αθήνας. Αποτελείται από δύο γραμμές που καλύπτουν τις διαδρομές Σεπόλια –Ομόνοια –Σύνταγμα –Δάφνη (Γραμμή 2) και Εθνική Άμυνα –Σύνταγμα (Γραμμή 3). Τον Απρίλιο του 2003 δόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της… … Dictionary of Greek
Μόντρεαλ — (Montreal). Πόλη (3.215.708 κάτ. το 2001) του Καναδά στη γαλλόφωνη επαρχία Κεμπέκ (7.455.208 κάτ., 1.540.680 τ. χλμ.). Η περιοχή του σημερινού Μ. έως τον 16ο αι. αποτελούσε τόπο εγκατάστασης αυτοχθόνων. Άρχισε να αποικίζεται από τους Γάλλους το… … Dictionary of Greek
Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού … Dictionary of Greek
μετρό — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μητροπολιτικός — ή, ό (ΑΜ μητροπολιτικός, ή, όν) [μητρόπολη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητρόπολη νεοελλ. φρ. α) «μητροπολιτική περιοχή» μεγάλη πόλη, μαζί με τα προάστια, τις πόλεις δορυφόρους και τις περιοχές στις οποίες αυτή ασκεί καθοριστική οικονομική… … Dictionary of Greek